πυρφόρος: Difference between revisions

35
(eksahir)
(35)
Line 24: Line 24:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[portador del fuego]]
|esgtx=[[portador del fuego]]
}}
{{grml
|mltxt=και [[πυροφόρος]], -ο / [[πυρφόρος]] και [[πυροφόρος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -α, Ν, [[πυριφόρος]] και [[πουροφόρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για κεραυνό ή [[αστραπή]]) αυτός που φέρει πυρ, [[φωτιά]] («πυρφόρον... κεραυνόν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μεταδίδει [[φωτιά]] («πυρφόρα βέλη» — βέλη που φέρουν στο [[άκρο]] τους εύφλεκτη ύλη αναμμένη και τα οποία ρίχνονται [[εναντίον]] στόχων για να τους πυρπολήσουν)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πυρφόρος]]<br />α) [[είδος]] πολεμικής μηχανής με την οποία εκτόξευαν πυρφόρα βέλη («[[πυρφόρος]], ᾧ ἐχρήσατο Παυσίστρατος ὁ τῶν Ροδίων [[ναύαρχος]]», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[ιερέας]] στον στρατό τών Λακεδαιμονίων ο [[οποίος]] είχε ως [[έργο]] του τη [[διατήρηση]] της φωτιάς που προοριζόταν για [[θυσία]], η οποία δεν έπρεπε να σβήσει [[ποτέ]]<br />γ) (στην Επίδαυρο και στο Άργος) αυτός που έφερε τη [[φωτιά]] της θυσίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[Προμηθεύς]] [[πυρφόρος]]» — [[τίτλος]] σατυρικού δράματος του Αισχύλου, το οποίο έχει χαθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών ουσιών που έχουν την [[ιδιότητα]] να αναφλέγονται αυθόρμητα [[κατά]] την [[παραμονή]] τους στον αέρα στη συνήθη [[θερμοκρασία]] ή και σε χαμηλότερη από αυτή, [[χωρίς]] να υποβάλλονται [[προηγουμένως]] σε [[θέρμανση]], [[τριβή]] ή [[κρούση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πυρφόρο [[κράμα]]»<br /><b>χημ.</b> [[χαρακτηρισμός]] κραμάτων του δημητρίου με το σίδηρο, το [[μαγνήσιο]] ή το [[αλουμίνιο]], τα οποία έχουν την [[ιδιότητα]] να παράγουν σπινθήρες, όταν υποβάλλονται σε [[ελαφρά]] [[τριβή]]<br />β) «πυρφόρο του Γκαι-Λυσάκ»<br /><b>χημ.</b> εξαιρετικά εύφλεκτο [[μίγμα]] το οποίο προκύπτει [[κατά]] τη [[διάσπαση]] του θειικού καλίου [[παρουσία]] [[μεγάλης]] περίσσειας ενεργού άνθρακα, και αποτελείται από πολυθειούχο [[κάλιο]], άνυδρο ανθρακικό [[κάλιο]] και άνθρακα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[δρόμων]] που έφερε στην [[πλώρη]] [[είδος]] εμβόλου, [[χωρίς]] όμως αυτό να αποτελεί το κύριο όπλο του, όπως το [[έμβολο]] στην τριήρη, [[αλλά]] ήταν μόνο βοηθητικό [[μέσο]] για την εμβόλιση του εχθρικού πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] πολλών θεών, όπως του [[Διός]], της Δήμητρος, της Περσεφόνης, της Αρτέμιδος, του Έρωτος κ.λπ. (α. «τήν τε πυρφόρον θεὰν [[Δήμητρα]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «τάς τε πυρφόρους Ἀρτέμιδος αἴγλας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρει το [[ιερό]] πυρ [[κατά]] τη [[λατρεία]] του Ασκληπιού<br /><b>3.</b> ηφαιστειώδης («πυροφόρον [[πεδίον]]», Ζώσ.)<br /><b>4.</b> [[αξίωμα]] σε βακχικό θίασο<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[φλεγμονώδης]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «πυρφόροι οἰστοί» ή [[απλώς]] «τὰ πυρφόρα» ή «οἱ πυρφόροι» — τα πυρφόρα βέλη<br />β) «[[πυρφόρος]] ἡ ἐκ Δελφῶν» — αυτή που φέρνει το [[ιερό]] πυρ από τους Δελφούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>, [[πυρός]] (για τις μορφές <i>πυρ</i>- και πυρι<br /><b>βλ. λ.</b> <i>πῦρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}