Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥάγα: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(11)
 
(35)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=r(a/ga
|Beta Code=r(a/ga
|Definition=<b class="b3">ἀκμή, βία, ὁρμή</b>, Hsch.; but ῥαγή is similarly glossed in <span class="bibl">Erot.<span class="title">Fr.</span>31</span>.
|Definition=<b class="b3">ἀκμή, βία, ὁρμή</b>, Hsch.; but ῥαγή is similarly glossed in <span class="bibl">Erot.<span class="title">Fr.</span>31</span>.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br />(γεωπ·) [[μονόσπερμος]] ή [[πολύσπερμος]] [[κορμός]] με σαρκώδες μεσοκάρπιο και [[ενδοκάρπιο]], όπως [[είναι]] λ.χ. το [[σταφύλι]] και η [[ντομάτα]].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>βλ.</b> [[ρώγα]].———————— <b>(III)</b><br />και [[ράγια]], η, Ν<br /><b>τεχνολ.</b> σιδερένια [[τροχιά]] ειδικά κατασκευασμένη για να κυλούν [[πάνω]] της οι τροχοί σιδηροδρομικών ή τροχιοδρομικών οχημάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>rail</i> «[[σιδηροτροχιά]]»].———————— <b>(IV)</b><br />και ῥᾱγα, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀκμή]], βία, [[ὁρμή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥαγ</i>- του [[ῥήγνυμι]]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάγα Medium diacritics: ῥάγα Low diacritics: ράγα Capitals: ΡΑΓΑ
Transliteration A: rhága Transliteration B: rhaga Transliteration C: raga Beta Code: r(a/ga

English (LSJ)

ἀκμή, βία, ὁρμή, Hsch.; but ῥαγή is similarly glossed in Erot.Fr.31.

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
(γεωπ·) μονόσπερμος ή πολύσπερμος κορμός με σαρκώδες μεσοκάρπιο και ενδοκάρπιο, όπως είναι λ.χ. το σταφύλι και η ντομάτα.———————— (II)
η, Ν
βλ. ρώγα.———————— (III)
και ράγια, η, Ν
τεχνολ. σιδερένια τροχιά ειδικά κατασκευασμένη για να κυλούν πάνω της οι τροχοί σιδηροδρομικών ή τροχιοδρομικών οχημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rail «σιδηροτροχιά»].———————— (IV)
και ῥᾱγα, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκμή, βία, ὁρμή».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι].