ῥόφημα: Difference between revisions

36
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sorte de bouillie.<br />'''Étymologie:''' [[ῥοφέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />sorte de bouillie.<br />'''Étymologie:''' [[ῥοφέω]].
}}
{{grml
|mltxt=το / [[ῥόφημα]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ῥύφημα]] Α [[ῥοφῶ</i> / <i>ῥυφῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ζεστό [[κυρίως]] πρωινό, [[αφέψημα]], [[τσάι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ρουφηξιά]], [[γουλιά]] κρασιού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ρευστή, πυκνόρρευστη ή [[πολτώδης]] [[τροφή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[στερεά]] ή την υγρή·
}}
}}