σκάφιον: Difference between revisions

2,339 bytes added ,  29 September 2017
37
(6_3)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκάφιον''': [ᾰ] (οὐχὶ σκαφίον), τό, ὑποκορ. τοῦ [[σκάφη]], μικρὰ [[σκάφη]] ἢ [[λεκάνη]], Θεοφρ.π. Φυτ. Αἰτ. 4. 16, 3· ἐν χρήσει ἐν τοῖς λουτροῖς, Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 501Ε, παρ’ Ἡσύχ. ἐν λ. [[χύτλον]]· μικρὸν [[ποτήριον]], Ἀθήν. 142D. κτλ. 2) γυναικὸς [[οὐροδοχεῖον]] νυκτερινόν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 633, πρβλ. Α. Β. 301· οὕτω Λατιν. scaphium παρὰ τῷ Ἰουβεν. 6. 264. 3) κοῖλον [[κάτοπτρον]] χρησιμεῦον πρὸς συγκέντρωσιν τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, δι’ οὗ αἱ Ἑστιάδες παρθένοι ἀνῆπτον τὸ πῦρ, Πλουτ. Ἄρατ. 3, καὶ (ἐν τῷ τύπῳ [[σκαφεῖον]]) ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 9· πρβλ. [[ὕαλος]]. ΙΙ. [[τρόπος]] τοῦ κείρειν τὴν κόμην (παραληφθεὶς ἀπὸ τῶν Σκυθῶν), καθ’ ὅν αὕτη ἐκείρετο [[μέχρι]] τοῦ δέρματος ὁλόγυρα περὶ τὴν κεφαλήν, οὕ ὡς [[ὥστε]] νὰ μένωσι τρίχες ἐξέχουσαι μόνον ἐπὶ τῆς κορυφῆς, ἡ ὁποία [[οὕτως]] ἐφαίνετο ὥς τις [[λεκάνη]], [[σκάφιον]] ἀποκεκαρμένος, ἔχων κεκαρμένην τὴν κόμην κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 838· [[σκάφιον]] ἀποτετιλμένος ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 806· - [[ἐντεῦθεν]], 2) ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς, μὴ καταγῇς τὸ [[σκάφιον]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 502. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ἰσχία. τά, [[Πολυδ]]. Β΄, 183. IV. [[σκαφεῖον]], Ἱππ. Ἀγμ. 757.
|lstext='''σκάφιον''': [ᾰ] (οὐχὶ σκαφίον), τό, ὑποκορ. τοῦ [[σκάφη]], μικρὰ [[σκάφη]] ἢ [[λεκάνη]], Θεοφρ.π. Φυτ. Αἰτ. 4. 16, 3· ἐν χρήσει ἐν τοῖς λουτροῖς, Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 501Ε, παρ’ Ἡσύχ. ἐν λ. [[χύτλον]]· μικρὸν [[ποτήριον]], Ἀθήν. 142D. κτλ. 2) γυναικὸς [[οὐροδοχεῖον]] νυκτερινόν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 633, πρβλ. Α. Β. 301· οὕτω Λατιν. scaphium παρὰ τῷ Ἰουβεν. 6. 264. 3) κοῖλον [[κάτοπτρον]] χρησιμεῦον πρὸς συγκέντρωσιν τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, δι’ οὗ αἱ Ἑστιάδες παρθένοι ἀνῆπτον τὸ πῦρ, Πλουτ. Ἄρατ. 3, καὶ (ἐν τῷ τύπῳ [[σκαφεῖον]]) ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 9· πρβλ. [[ὕαλος]]. ΙΙ. [[τρόπος]] τοῦ κείρειν τὴν κόμην (παραληφθεὶς ἀπὸ τῶν Σκυθῶν), καθ’ ὅν αὕτη ἐκείρετο [[μέχρι]] τοῦ δέρματος ὁλόγυρα περὶ τὴν κεφαλήν, οὕ ὡς [[ὥστε]] νὰ μένωσι τρίχες ἐξέχουσαι μόνον ἐπὶ τῆς κορυφῆς, ἡ ὁποία [[οὕτως]] ἐφαίνετο ὥς τις [[λεκάνη]], [[σκάφιον]] ἀποκεκαρμένος, ἔχων κεκαρμένην τὴν κόμην κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 838· [[σκάφιον]] ἀποτετιλμένος ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 806· - [[ἐντεῦθεν]], 2) ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς, μὴ καταγῇς τὸ [[σκάφιον]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 502. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ἰσχία. τά, [[Πολυδ]]. Β΄, 183. IV. [[σκαφεῖον]], Ἱππ. Ἀγμ. 757.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> μικρό [[πλοιάριο]] («ὁ δὲ [[πάκτων]] διὰ σκυταλίδων πεπηγός ἐστι [[σκάφιον]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> μικρή [[σκάφη]], [[λεκάνη]] ή [[αγγείο]] που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀπὸ τῶν ὀμφαλῶν τῶν ἐν ταῑς γυναικείας πυέλοις, [[ὅθεν]] τοῑς σκαφίοις ἀρύουσι», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>3.</b> μικρό [[ποτήρι]] («[[κάδος]] καὶ σκαφίον ἀργυροῡν δύο κοτύλας χωροῡν», Φύλαρχ.)<br /><b>4.</b> σκαφοειδές νυκτερινό [[ουροδοχείο]] τών [[γυναικών]]<br /><b>5.</b> [[σκυθικός]] [[τρόπος]] κουρέματος τών μαλλιών σύμφωνα με τον οποίο ξύριζαν τα μαλλιά κυκλικά [[γύρω]] από το [[κεφάλι]] και [[μέχρι]] το [[δέρμα]], αφήνοντας μόνο λίγες [[τρίχες]] στην [[κορυφή]], η οποία [[έτσι]] έμοιαζε με [[λεκάνη]] («[[σκάφιον]] ἀποκεκαρμένην», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> η [[κορυφή]] του κεφαλιού, το ανώτατο [[μέρος]] του κρανίου («ἵνα μὴ καταγῇς τὸ [[σκάφιον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> το [[πίσω]] [[μέρος]] του κρανίου<br /><b>8.</b> [[είδος]] επιδέσμου του κεφαλιού<br /><b>9.</b> [[κοίλο]] σφαιρικό [[κάτοπτρο]] που χρησίμευε για τη [[συγκέντρωση]] τών ακτίνων του Ηλίου με το οποίο οι [[Εστιάδες]] παρθένες άναβαν τη [[φωτιά]], αλλ. σκαφείον<br /><b>10.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σκάφια</i><br />τα ισχία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαφ</i>- του [[σκάπτω]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>. Η λ. λειτουργεί ως υποκορ. και της λ. [[σκάφη]] και της λ. [[σκάφος]].
}}
}}