σκυτορράφος: Difference between revisions

37
(6_3)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῡτορράφος''': [ᾰ], ὁ ([[ῥάπτω]]) [[ὑποδηματοποιός]], ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὴν ῥαφὴν δερμάτων, Ὀρειβάσ. παρὰ Cocch. Χειρουργ. 161· -ῥημ. -ραφέω, Θεόδ. Μετοχ.
|lstext='''σκῡτορράφος''': [ᾰ], ὁ ([[ῥάπτω]]) [[ὑποδηματοποιός]], ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὴν ῥαφὴν δερμάτων, Ὀρειβάσ. παρὰ Cocch. Χειρουργ. 161· -ῥημ. -ραφέω, Θεόδ. Μετοχ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[υποδηματοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῦτος]] «κατεργασμένο [[δέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μηχανο</i>-<i>ρράφος</i>].
}}
}}