3,277,119
edits
(6_9) |
(38) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπερμᾰτοθήκη''': ἡ, [[ἀποθήκη]] σπερμάτων, [[σιτοβολών]], Ψελλ. | |lstext='''σπερμᾰτοθήκη''': ἡ, [[ἀποθήκη]] σπερμάτων, [[σιτοβολών]], Ψελλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜ και [[σπερμοθήκη]], Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> θυλακοειδές όργανο τών θηλυκών και ερμαφρόδιτων ασπονδυλων, αναλογικό [[προς]] τις γεννητικές [[οδούς]] ορισμένων θηλυκών ζώων στο οποίο συσσωρεύεται το [[σπέρμα]] του αρσενικού και διατηρείται ζωντανό και γόνιμο στο [[υγρό]] της σπερματοθήκης για μακρά χρονική περίοδο, αλλ. [[σπερματικός]] [[υποδοχέας]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> το [[μέρος]] του φυτού ή του καρπού του στο οποίο περικλείονται τα σπέρματα<br /><b>μσν.</b><br />[[σιταποθήκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>spermatotheca</i>]. | |||
}} | }} |