στάχος: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(6_21)
 
(38)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''στάχος''': τό, Ἰνδικὴ ἢ Συριακὴ [[νάρδος]], Ἱερόφιλ. παρὰ τῷ Ideler Phys. 1. 409 κἑξ., πρβλ. Salmas in Salm. σελ. 746 κἑξ.
|lstext='''στάχος''': τό, Ἰνδικὴ ἢ Συριακὴ [[νάρδος]], Ἱερόφιλ. παρὰ τῷ Ideler Phys. 1. 409 κἑξ., πρβλ. Salmas in Salm. σελ. 746 κἑξ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />ινδική ή συριακή [[νάρδος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:31, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

στάχος: τό, Ἰνδικὴ ἢ Συριακὴ νάρδος, Ἱερόφιλ. παρὰ τῷ Ideler Phys. 1. 409 κἑξ., πρβλ. Salmas in Salm. σελ. 746 κἑξ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ινδική ή συριακή νάρδος.