στυγερότητα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν [[στυγερός]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] στυγερό, το να προκαλεί [[φρίκη]], αποτροπιασμό και [[μίσος]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν [[στυγερός]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] στυγερό, το να προκαλεί [[φρίκη]], αποτροπιασμό και [[μίσος]].
|mltxt=η, Ν [[στυγερός]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] στυγερό, το να προκαλεί [[φρίκη]], αποτροπιασμό και [[μίσος]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, Ν στυγερός
το να είναι κάτι στυγερό, το να προκαλεί φρίκη, αποτροπιασμό και μίσος.

Greek Monolingual

η, Ν στυγερός
το να είναι κάτι στυγερό, το να προκαλεί φρίκη, αποτροπιασμό και μίσος.