στυτικός: Difference between revisions

39
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στῡτικός''': -ή, -όν, ([[στύω]]) ὁ προξενῶν πριαπισμόν, διεγείρων ἢ ἐρεθίζων τὸ ἀνδρικὸν [[μόριον]], στ. δυνάμεις, τὰ ἀφροδισιακὰ φάρμακα, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 18Ε.
|lstext='''στῡτικός''': -ή, -όν, ([[στύω]]) ὁ προξενῶν πριαπισμόν, διεγείρων ἢ ἐρεθίζων τὸ ἀνδρικὸν [[μόριον]], στ. δυνάμεις, τὰ ἀφροδισιακὰ φάρμακα, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 18Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στυτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στύω]], <i>στύομαι</i>]<br />αυτός που προκαλεί [[στύση]] του πέους, [[διεγερτικός]] της αφροδίσιας ορμής.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στυτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στύω]], <i>στύομαι</i>]<br />αυτός που προκαλεί [[στύση]] του πέους, [[διεγερτικός]] της αφροδίσιας ορμής.
|mltxt=-ή, -ό / [[στυτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στύω]], <i>στύομαι</i>]<br />αυτός που προκαλεί [[στύση]] του πέους, [[διεγερτικός]] της αφροδίσιας ορμής.
}}
}}