3,277,700
edits
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le raisonnement ; <i>particul.</i> syllogistique ; <i>t. de gramm.</i> connecteur, (particule) marquant les articulations logiques ([[ἄρα]], [[ἀλλά]], [[οὐκοῦν]], <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> habile à raisonner, fin, habile.<br />'''Étymologie:''' [[συλλογίζομαι]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le raisonnement ; <i>particul.</i> syllogistique ; <i>t. de gramm.</i> connecteur, (particule) marquant les articulations logiques ([[ἄρα]], [[ἀλλά]], [[οὐκοῦν]], <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> habile à raisonner, fin, habile.<br />'''Étymologie:''' [[συλλογίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[συλλογιστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συλλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συλλογισμό ή που γίνεται με συλλογισμό (α. «[[συλλογιστικός]] [[τρόπος]]» β. «συλλογιστικοὶ σύνδεσμοι», Δίον. Θρ.<br />γ. «[[ἀπόδειξις]] [[λόγος]] συλλογιστικὸς [[ἀληθής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συλλογιστικό [[σχήμα]]»<br /><b>(λογ.)</b> [[τύπος]] συλλογισμού ο [[οποίος]] καθορίζεται από τη [[φύση]] τών προτάσεων και από τη [[σχέση]] που υπάρχει [[μεταξύ]] τους [[καθώς]] και από το [[συμπέρασμα]] που εξάγεται από αυτές τις προτάσεις, αλλ. [[σχήμα]] συλλογισμού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η συλλογιστική</i><br /><b>(λογ.)</b> α) η [[συστηματική]] [[μελέτη]] τών συλλογισμών<br />β) ο αρχαιότερος [[κλάδος]] της τυπικής λογικής, που έχει διατυπωθεί και αναπτυχθεί στα έργα του Αριστοτέλους και ο [[οποίος]] επιτρέπει, μέσω της μελέτης τών λογικών δομών τών προτάσεων και τών συλλογισμών, την [[απόφανση]] για την [[παραγωγή]] ενός συμπεράσματος από άλλες δοθείσες προτάσεις<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ συλλογιστικοί</i><br />οι διαλεκτικοί φιλόσοφοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συλλογιστικῶς</i> Α<br />με τρόπο συλλογιστικό, με συλλογισμό. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[συλλογιστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συλλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συλλογισμό ή που γίνεται με συλλογισμό (α. «[[συλλογιστικός]] [[τρόπος]]» β. «συλλογιστικοὶ σύνδεσμοι», Δίον. Θρ.<br />γ. «[[ἀπόδειξις]] [[λόγος]] συλλογιστικὸς [[ἀληθής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συλλογιστικό [[σχήμα]]»<br /><b>(λογ.)</b> [[τύπος]] συλλογισμού ο [[οποίος]] καθορίζεται από τη [[φύση]] τών προτάσεων και από τη [[σχέση]] που υπάρχει [[μεταξύ]] τους [[καθώς]] και από το [[συμπέρασμα]] που εξάγεται από αυτές τις προτάσεις, αλλ. [[σχήμα]] συλλογισμού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η συλλογιστική</i><br /><b>(λογ.)</b> α) η [[συστηματική]] [[μελέτη]] τών συλλογισμών<br />β) ο αρχαιότερος [[κλάδος]] της τυπικής λογικής, που έχει διατυπωθεί και αναπτυχθεί στα έργα του Αριστοτέλους και ο [[οποίος]] επιτρέπει, μέσω της μελέτης τών λογικών δομών τών προτάσεων και τών συλλογισμών, την [[απόφανση]] για την [[παραγωγή]] ενός συμπεράσματος από άλλες δοθείσες προτάσεις<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ συλλογιστικοί</i><br />οι διαλεκτικοί φιλόσοφοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συλλογιστικῶς</i> Α<br />με τρόπο συλλογιστικό, με συλλογισμό. | |mltxt=-ή, -ό / [[συλλογιστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συλλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συλλογισμό ή που γίνεται με συλλογισμό (α. «[[συλλογιστικός]] [[τρόπος]]» β. «συλλογιστικοὶ σύνδεσμοι», Δίον. Θρ.<br />γ. «[[ἀπόδειξις]] [[λόγος]] συλλογιστικὸς [[ἀληθής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συλλογιστικό [[σχήμα]]»<br /><b>(λογ.)</b> [[τύπος]] συλλογισμού ο [[οποίος]] καθορίζεται από τη [[φύση]] τών προτάσεων και από τη [[σχέση]] που υπάρχει [[μεταξύ]] τους [[καθώς]] και από το [[συμπέρασμα]] που εξάγεται από αυτές τις προτάσεις, αλλ. [[σχήμα]] συλλογισμού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η συλλογιστική</i><br /><b>(λογ.)</b> α) η [[συστηματική]] [[μελέτη]] τών συλλογισμών<br />β) ο αρχαιότερος [[κλάδος]] της τυπικής λογικής, που έχει διατυπωθεί και αναπτυχθεί στα έργα του Αριστοτέλους και ο [[οποίος]] επιτρέπει, μέσω της μελέτης τών λογικών δομών τών προτάσεων και τών συλλογισμών, την [[απόφανση]] για την [[παραγωγή]] ενός συμπεράσματος από άλλες δοθείσες προτάσεις<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ συλλογιστικοί</i><br />οι διαλεκτικοί φιλόσοφοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συλλογιστικῶς</i> Α<br />με τρόπο συλλογιστικό, με συλλογισμό. | ||
}} | }} |