τινακτοπήληξ: Difference between revisions

41
(6_11)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῐνακτοπήληξ''': ηκος, ὁ, ἡ, ὁ τὸν πήληκα τινάσσων, ὁ σείων τὸν τῆς περικεφαλαίας λόφον, «σεισολόφος» Ἡσύχ.
|lstext='''τῐνακτοπήληξ''': ηκος, ὁ, ἡ, ὁ τὸν πήληκα τινάσσων, ὁ σείων τὸν τῆς περικεφαλαίας λόφον, «σεισολόφος» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ηκος, ὁ, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που σείει το [[λοφίο]] της περικεφαλαίας του, [[σεισόλοφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τινάσσω]] (<b>πρβλ.</b> [[τινάκτρια]], [[τινάκτωρ]]) <span style="color: red;">+</span> [[πήληξ]], -<i>ηκος</i> «[[περικεφαλαία]]»].
}}
}}