χορτολόγος: Difference between revisions

46
(6_18)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χορτολόγος''': -ον, ὁ συλλέγων, συναθροίζων [[χόρτον]], οἱ χ., οἱ εἰς χορτολογίαν ἐξερχόμενοι, Στράβ. 708.
|lstext='''χορτολόγος''': -ον, ὁ συλλέγων, συναθροίζων [[χόρτον]], οἱ χ., οἱ εἰς χορτολογίαν ἐξερχόμενοι, Στράβ. 708.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[χορτολόγος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που μαζεύει χόρτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόρτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
}}