ὑπότροφος: Difference between revisions

44
(6_18)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπότροφος''': -ον, ὁ ὑπὸ τὸν μαστὸν τραφεὶς (πρβλ. [[ὑπόπορτις]]), Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1204, ὡς ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.· ἀλλ’ ὁ Ald. ὑπόστροφον, [[ὅθεν]] ὁ Heath [[ὑπότροπος]]· ὁ Scalig. ὑπόροφον. Ἴδε σημ. Paley.
|lstext='''ὑπότροφος''': -ον, ὁ ὑπὸ τὸν μαστὸν τραφεὶς (πρβλ. [[ὑπόπορτις]]), Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1204, ὡς ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.· ἀλλ’ ὁ Ald. ὑπόστροφον, [[ὅθεν]] ὁ Heath [[ὑπότροπος]]· ὁ Scalig. ὑπόροφον. Ἴδε σημ. Paley.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπότροφος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Ν [[ὑποτρέφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για σπουδαστές) αυτός που σπουδάζει με δαπάνες άλλου, [[συνήθως]] ιδρύματος ή κρατικού οργανισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τραφεί με θηλασμό<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ὑπότροφος]]<br />η [[βοηθός]] της τροφού.
}}
}}