3,274,216
edits
(6_15) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειρονόμος''': ὁ, ὁ κινῶν τὰς χεῖρας παντομιμικῶς, [[διδάσκαλος]] τῆς χειρονομίας, «[[χειρονόμος]]· ὀρχηστὴς» Ἡσύχ. | |lstext='''χειρονόμος''': ὁ, ὁ κινῶν τὰς χεῖρας παντομιμικῶς, [[διδάσκαλος]] τῆς χειρονομίας, «[[χειρονόμος]]· ὀρχηστὴς» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συνηθίζει να κάνει χειρονομίες<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] μικρόσωμων δίπτερων εντόμων που μοιάζουν με κουνούπια [[αλλά]] δεν έχουν νύσσοντα όργανα, [[τυπικός]] [[εκπρόσωπος]] της οικογένειας [[χειρονομίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δάσκαλος]] της παντομίμας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chironomus</i>]. | |||
}} | }} |