χειρονόμος: Difference between revisions

46
(6_15)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρονόμος''': ὁ, ὁ κινῶν τὰς χεῖρας παντομιμικῶς, [[διδάσκαλος]] τῆς χειρονομίας, «[[χειρονόμος]]· ὀρχηστὴς» Ἡσύχ.
|lstext='''χειρονόμος''': ὁ, ὁ κινῶν τὰς χεῖρας παντομιμικῶς, [[διδάσκαλος]] τῆς χειρονομίας, «[[χειρονόμος]]· ὀρχηστὴς» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συνηθίζει να κάνει χειρονομίες<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] μικρόσωμων δίπτερων εντόμων που μοιάζουν με κουνούπια [[αλλά]] δεν έχουν νύσσοντα όργανα, [[τυπικός]] [[εκπρόσωπος]] της οικογένειας [[χειρονομίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δάσκαλος]] της παντομίμας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chironomus</i>].
}}
}}