τριχοφυής: Difference between revisions

42
(6_8)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐχοφυής''': -ές, ὁ συντελῶν πρὸς τριχοφυΐαν, «τὸ δὲ ἄρκειον δοκεῖν τριχοφυὲς [[εἶναι]] ἀλωπεκιῶν» Διοσκ. Β΄, 94, σ. 218, Kühn.· τὸ τρ. = [[τριχομανές]], Appul. Barbar. Herb. 47.
|lstext='''τρῐχοφυής''': -ές, ὁ συντελῶν πρὸς τριχοφυΐαν, «τὸ δὲ ἄρκειον δοκεῖν τριχοφυὲς [[εἶναι]] ἀλωπεκιῶν» Διοσκ. Β΄, 94, σ. 218, Kühn.· τὸ τρ. = [[τριχομανές]], Appul. Barbar. Herb. 47.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[έκφυση]] τριχών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριχοφυές</i><br />το [[φυτό]] [[τριχομανές]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / -<i>ομαι</i>, μέσω ενός ουδ. [[φύος]]), <b>πρβλ.</b> <i>κερατο</i>-<i>φυής</i>].
}}
}}