τετράχωρος: Difference between revisions

41
(6_18)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράχωρος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα διαμερίσματα, τέσσαρας χωριστοὺς χώρους, Διοσκ. 1. 133.
|lstext='''τετράχωρος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα διαμερίσματα, τέσσαρας χωριστοὺς χώρους, Διοσκ. 1. 133.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[ιδίως]] για καρπούς) αυτός που περιλαμβάνει [[τέσσερα]] χωρισμένα τμήματα («τῷ φθινοπώρῳ φέρει [[σπέρμα]] ἐν θυλάκοις συνεζευγμένοις τριχώροις ἤ τετραχώροις», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐννεά</i>-<i>χωρος</i>].
}}
}}