τετολμηκότως: Difference between revisions

41
(6_6)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετολμηκότως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ [[τολμάω]], πλέοντες [[τετολμηκότως]] Πολύβ. 1. 23, 5., 9. 4, 2.
|lstext='''τετολμηκότως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ [[τολμάω]], πλέοντες [[τετολμηκότως]] Πολύβ. 1. 23, 5., 9. 4, 2.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[τόλμη]], τολμηρά («ἐνέβαλον οἱ πρῶτοι πλέοντες [[τετολμηκότως]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>τετολμηκώς</i>, -<i>ότος</i> του τολμῶ <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}