συνερανισμός: Difference between revisions

39
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />contribution, collecte, cotisation.<br />'''Étymologie:''' [[συνερανίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />contribution, collecte, cotisation.<br />'''Étymologie:''' [[συνερανίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συνερανίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνεισφορά]] από κοινού με άλλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκέντρωση]] δανείων γνώσεων, [[λογοκλοπή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συνερανίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνεισφορά]] από κοινού με άλλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκέντρωση]] δανείων γνώσεων, [[λογοκλοπή]].
|mltxt=ὁ, Α [[συνερανίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνεισφορά]] από κοινού με άλλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκέντρωση]] δανείων γνώσεων, [[λογοκλοπή]].
}}
}}