3,277,121
edits
(6_14) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφηνίσκος''': ὁ ὑποκορ. τοῦ [[σφήν]], Ἱππ. Μοχλ. 863, Μοσχόπ. καὶ Πρόδρ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421 (425). ΙΙ. ἐπίδεσμός τις σφηνοειδὴς τὸ [[σχῆμα]], Παῦλ. Αἰγ. ΙΙ. μαθηματικόν τι στερεὸν ἔχον τὰς [[τρεῖς]] διαστάσεις ἀνίσους, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[σφηκίσκος]], Ἥρων καὶ Νικομ. Ἀρ. | |lstext='''σφηνίσκος''': ὁ ὑποκορ. τοῦ [[σφήν]], Ἱππ. Μοχλ. 863, Μοσχόπ. καὶ Πρόδρ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421 (425). ΙΙ. ἐπίδεσμός τις σφηνοειδὴς τὸ [[σχῆμα]], Παῦλ. Αἰγ. ΙΙ. μαθηματικόν τι στερεὸν ἔχον τὰς [[τρεῖς]] διαστάσεις ἀνίσους, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[σφηκίσκος]], Ἥρων καὶ Νικομ. Ἀρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] πιγκουίνων της τάξης απτηνοδυτόμορφα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />υποκορ. του [[σφήν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίδεσμος]] με σφηνοειδές [[σχήμα]] («και ξύσαντες τὸ [[ὀστέον]], σφηνίσκον ἐκ ῥάκους ἐμβαλοῡμεν τοῑς τραύμασι», Παύλ. Αιγ.)<br /><b>2.</b> σφηνοειδές [[κόσμημα]] του υποδήματος<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> α) ακανόνιστη κόλουρη [[πυραμίδα]]<br />β) στερεό που έχει [[τρεις]] άνισες διαστάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφήν]], -<i>ηνός</i> «[[σφήνα]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τροχ</i>-<i>ίσκος</i>). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια (<b>πρβλ.</b> αγλλ. <i>spheniscus</i>)]. | |||
}} | }} |