τρομοποιός: Difference between revisions

42
(6_18)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρομοποιός''': -όν, ὁ προξενῶν τρόμον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1291.
|lstext='''τρομοποιός''': -όν, ὁ προξενῶν τρόμον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1291.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που προκαλεί τρόμο σε κάποιον, που τον κάνει να τρέμει από φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρόμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}