τραχηλιώτης: Difference between revisions

41
(6_14)
 
(41)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τραχηλιώτης''': ὁ, = [[τραχηλᾶς]], Ἱππολ. Αἱρ. 84, 59.
|lstext='''τραχηλιώτης''': ὁ, = [[τραχηλᾶς]], Ἱππολ. Αἱρ. 84, 59.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που έχει παχύ τράχηλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράχηλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιώτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μηχαν</i>-<i>ιώτης</i>, <i>νησ</i>-<i>ιώτης</i>)].
}}
}}