φιλοσόφημα: Difference between revisions

45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />études, recherche, invention, méditation.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοσοφέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />études, recherche, invention, méditation.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοσοφέω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φιλοσοφῶ]]<br />φιλοσοφική [[έρευνα]], φιλοσοφική [[πραγματεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />φιλοσοφική [[ιδέα]], φιλοσοφική [[σκέψη]], φιλοσοφική [[αρχή]], φιλοσοφικό [[δόγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[υποκείμενο]] επιστημονικής έρευνας ή φιλοσοφικής πραγματείας<br /><b>2.</b> <b>(λογ.)</b> [[απόδειξη]]<br /><b>3.</b> [[εφεύρεση]].
}}
}}