συνοχή: Difference between revisions

3,135 bytes added ,  29 September 2017
40
(T22)
(40)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=συνοχῆς, ἡ ([[συνέχω]], [[which]] [[see]]), a holding [[together]], narrowing; [[narrows]], the contracting [[part]] of a [[way]], [[Homer]] Iliad 23,330. Metaphorically, straits, [[distress]], [[anguish]]: καρδίας added, contractio animi, [[Cicero]], Tusc. 1,37, 90; opposed to effusio, 4,31, 66; συνοχήν καί ταλαιπωρίαν, Aq.).
|txtha=συνοχῆς, ἡ ([[συνέχω]], [[which]] [[see]]), a holding [[together]], narrowing; [[narrows]], the contracting [[part]] of a [[way]], [[Homer]] Iliad 23,330. Metaphorically, straits, [[distress]], [[anguish]]: καρδίας added, contractio animi, [[Cicero]], Tusc. 1,37, 90; opposed to effusio, 4,31, 66; συνοχήν καί ταλαιπωρίαν, Aq.).
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και αττ. τ. [[ξυνοχή]] Α [[συνέχω]]<br /><b>1.</b> [[συγκράτηση]], [[σύνδεση]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[λογική]] [[αλληλουχία]], [[ειρμός]] (α. «λείπει η [[συνοχή]] από τον λόγο του» β. «τὰς... εὐτονωτάτας καὶ στερροτάτας συνοχὰς οὐ [[συντριπτέον]] οὐδὲ [[διακοπτέον]]», Ωριγ.)<br />β) [[στενοχώρια]], [[θλίψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> διαμοριακή ελκτική [[δύναμη]] η οποία ασκείται [[ανάμεσα]] σε δύο προσκείμενα τμήματα ενός υλικού, [[συνήθως]] στερεού ή υγρού<br /><b>2.</b> (κοινων.-ψυχολ.) η [[συνισταμένη]] όλων τών δυνάμεων που επιδρούν στα [[μέλη]] μιας ομάδας ώστε αυτά να αντισταθούν στις δυνάμεις διάσπασης της ομάδας και να μείνουν στους κόλπους της<br /><b>3.</b> <b>γλωσσ.</b> καθοριστική εσωτερική [[σχέση]] του λόγου στο επίπεδο της μορφής, [[δηλαδή]] στο καθαρώς γλωσσικό επίπεδο, [[χάρη]] στην οποία οι προτάσεις μετατρέπονται σε εκφωνήματα και το [[σύνολο]] τών εκφωνημάτων σε [[κείμενο]], το οποίο με τον τρόπο αυτόν καθίσταται οργανωμένη [[ενότητα]] λόγου και όχι απλό [[άθροισμα]] γλωσσικών στοιχείων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[συνάφεια]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πρόθεση]], [[σκοπός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[σημείο]] ένωσης τών βλεφάρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να κρατά [[κανείς]] [[κάτι]] στο [[χέρι]] του<br /><b>2.</b> [[συστολή]], [[σμίκρυνση]], [[στένεμα]] («ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῡ» — όπου ο [[δρόμος]] στενεύει, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμπλοκή]] («ἐνὶ ξυνοχῇ πολέμοιο», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>4.</b> [[συνέχεια]]<br /><b>5.</b> [[συνδυασμός]] στοιχείων<br /><b>6.</b> (για χιτώνα) το [[δέσιμο]] στους ώμους<br /><b>7.</b> (για [[ρούχο]]) [[εφαρμογή]]<br /><b>8.</b> [[καταπίεση]]<br /><b>9.</b> <b>ιατρ.</b> [[κατάκλιση]] («[[ἀκίνδυνος]] ἔσται ἡ [[συνοχή]]», Σεραπ.)<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[έλεγχος]]<br /><b>11.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συνοχαί</i><br />α) [[φυλάκιση]]<br />β) [[παγίδα]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «συνοχὴ ἡ ἑαυτοῡ» — [[αυτοέλεγχος]], [[αυτοσυγκράτηση]] (Χρύσ. Στωικ.).
}}
}}