συρίσκος: Difference between revisions

40
(6_20)
 
(40)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συρίσκος''': σύρισσος, ἴδε ὑρισός.
|lstext='''συρίσκος''': σύρισσος, ἴδε ὑρισός.
}}
{{grml
|mltxt=και ὑρίσκος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀγγεῑόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι<br />τινὲς δὲ ὑρίσκον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σύριχος]].
}}
}}