ὑποβιβάζω: Difference between revisions

43
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=faire descendre ; <i>particul. t. de méd.</i> faire couler par le bas;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποβιβάζομαι se baisser <i>en parl. du cheval qui se baisse pour recevoir le cavalier</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βιβάζω]].
|btext=faire descendre ; <i>particul. t. de méd.</i> faire couler par le bas;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποβιβάζομαι se baisser <i>en parl. du cheval qui se baisse pour recevoir le cavalier</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βιβάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑποβιβάζω]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να κατέβει χαμηλότερα, [[χαμηλώνω]], [[κατεβάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μειώνω]] τη [[σημασία]] προσώπου ή πράγματος, του [[αποδίδω]] κατώτερη [[αξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[τοποθετώ]] κάποιον σε κατώτερη [[βαθμίδα]] ή [[θέση]] ή σε κατώτερο [[αξίωμα]] («τον υποβίβασαν από τμηματάρχη σε εισηγητή»)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] σε κατώτερη [[μοίρα]], [[ταπεινώνω]] («μέ υποβιβάζετε κύριε συνάδελφε!»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[φάρμακο]]) [[εκβάλλω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κενώνω]] με καθαρτικό («ὑποβιβάζειν τὰ χολώδη», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μεσ.</b> <i>ὑποβιβάζομαι</i><br />(για [[άλογο]]) [[λυγίζω]] τα γόνατα, [[χαμηλώνω]] για να ανέβει ο [[αναβάτης]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για [[σειρά]] αριθμών) βρίσκομαι σε καθοδική [[πορεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βιβάζω]] «[[προχωρώ]]»].
}}
}}