3,277,172
edits
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui médite, penseur : φροντιστὴς [[τῶν]] οὐρανίων XÉN qui médite sur les choses célestes ; τὰ μετέωρα PLAT qui s’occupe des choses d’en haut.<br />'''Étymologie:''' [[φροντίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />qui médite, penseur : φροντιστὴς [[τῶν]] οὐρανίων XÉN qui médite sur les choses célestes ; τὰ μετέωρα PLAT qui s’occupe des choses d’en haut.<br />'''Étymologie:''' [[φροντίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. [[φροντίστρια]] ΜΑ [[φροντίζω]]<br />αυτός που φροντίζει, που επιμελείται κάποιον ή [[κάτι]] («φροντιστὴς τοῦ ἱεροῦ», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[προστάτης]]<br /><b>2.</b> [[διευθυντής]] ή [[καθηγητής]] φροντιστηρίου<br /><b>3.</b> [[υπάλληλος]] που [[είναι]] [[υπεύθυνος]] για την [[προμήθεια]] και την [[φύλαξη]] τών ειδών που απαιτούνται για θεατρική [[παράσταση]] ή για το [[γύρισμα]] κινηματογραφικής ταινίας<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> α) παλαιότερη [[ονομασία]] οικονομικού αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού<br />β) [[αξιωματικός]] του εμπορικού ναυτικού επιφορτισμένος με την [[τροφοδοσία]] του πληρώματος και τών επιβατών του πλοίου, κν. [[τροφοδότης]]<br /><b>5.</b> <b>(αεροπ.)</b> [[μέλος]] του πληρώματος αεροπλάνου, που έχει ως μέλημά του τον εφοδιασμό του σκάφους με τα απαραίτητα τρόφιμα και άλλα είδη τα οποία προσφέρονται στους επιβάτες [[κατά]] τις πτήσεις [[μεγάλης]] διάρκειας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δικαστικός]] [[κλητήρας]]<br /><b>2.</b> [[οικονόμος]]<br /><b>3.</b> [[επίτροπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τίτλος]] αξιωματούχου φατρίας. | |||
}} | }} |