φουρνοπλάστης: Difference between revisions

45
(6_19)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φουρνοπλάστης''': -ου, ὁ, [[κεραμεύς]], Τιμ. Λεξ. 149 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξ. ἰπνοπλάθαι.
|lstext='''φουρνοπλάστης''': -ου, ὁ, [[κεραμεύς]], Τιμ. Λεξ. 149 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξ. ἰπνοπλάθαι.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πλάθει φούρνους, που κατασκευάζει φούρνους με πηλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῦρνος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χοο</i>-[[πλάστης]].
}}
}}