λακέρυζα: Difference between revisions

22
(22)
(22)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />qui crie.<br />'''Étymologie:''' R. Λακ, résonner.
|btext=ης (ἡ) :<br />qui crie.<br />'''Étymologie:''' R. Λακ, résonner.
}}
{{grml
|mltxt=[[λακέρυζα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πτηνό]]) αυτή που κρώζει [[δυνατά]] («οὐκ οἶσθ' ὅτι πέντ' ἀνδρῶν γενεὰς ζώει [[λακέρυζα]] [[κορώνη]];», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[σκύλα]]) αυτή που γαυγίζει, που υλακτεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[λακερός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λακέρυζα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πτηνό]]) αυτή που κρώζει [[δυνατά]] («οὐκ οἶσθ' ὅτι πέντ' ἀνδρῶν γενεὰς ζώει [[λακέρυζα]] [[κορώνη]];», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[σκύλα]]) αυτή που γαυγίζει, που υλακτεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[λακερός]].
|mltxt=[[λακέρυζα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πτηνό]]) αυτή που κρώζει [[δυνατά]] («οὐκ οἶσθ' ὅτι πέντ' ἀνδρῶν γενεὰς ζώει [[λακέρυζα]] [[κορώνη]];», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[σκύλα]]) αυτή που γαυγίζει, που υλακτεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[λακερός]].
}}
}}