|
|
Line 2: |
Line 2: |
| [[File:woodhouse_3.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_3.jpg}}]] | | [[File:woodhouse_3.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_3.jpg}}]] |
|
| |
|
| Αττ. -ττομαι· μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αόρ. αʹ [[ᾐνιξάμην]]· <b>I.</b> Αποθ., αλλά και ως Παθ., βλ. κατωτ. II ([[αἶνος]])· μιλώ αινιγματικά, σε Σοφ., Ευρ.· [[γνωρίμως]] αἰνίξομαι</i>, θα μιλήσω με αινιγματικό τρόπο αλλά [[κατά]] τέτοιον τρόπο ώστε να [[γίνομαι]] αντιληπτός, κατανοητός σ' αυτούς που με ακούνε, σε Σοφ.· <i>αἰνίσσεσθαι ἔπεα</i>, [[προφέρω]] στίχους αινιγματικούς, σε Ηρόδ.· με αιτ. πράγμ., υπαινίσσομαι κάτι, λέω κάτι υποδηλωτικά, με συγκεκαλυμμένο τρόπο, υποδεικνύω κάτι το οποίο πρόκειται να εκθέσω εκ των προτέρων, σε Πλάτ. <b>II.</b> ως Παθ., είμαι απορροφημένος, αφοσιωμένος σε γρίφους, αινίγματα· μόνο σε αόρ. αʹ [[ᾐνίχθην]], παρακ. [[ᾔνιγμαι]], σε Θέογν., Πλάτ. κ.λπ.
| | <b class="num">I</b> τό изнеженность, роскошь Her.<br /><b class="num">II</b> ''adv.'' Eur. = ἁβρῶς. |
Revision as of 13:19, 29 December 2018
about
I τό изнеженность, роскошь Her.
II adv. Eur. = ἁβρῶς.