ἀκουσίθεος: Difference between revisions

2
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκουσίθεος]], -ον (Α)<br />αυτός που εισακούεται από τον Θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκουσι</i> - (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]) <span style="color: red;">+</span> [[θεός]]<br />μόνο στο επίθ. [[ἀκουσίθεος]] απαντά το ρ. [[ἀκούω]] με τη [[μορφή]] <i>ἀκουσι</i>- ως α΄ συνθ.].
|mltxt=[[ἀκουσίθεος]], -ον (Α)<br />αυτός που εισακούεται από τον Θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκουσι</i> - (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]) <span style="color: red;">+</span> [[θεός]]<br />μόνο στο επίθ. [[ἀκουσίθεος]] απαντά το ρ. [[ἀκούω]] με τη [[μορφή]] <i>ἀκουσι</i>- ως α΄ συνθ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκουσίθεος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που έχει εισακουσθεί από το θεό, σε Ανθ.
}}
}}