ἀκτερέϊστος: Difference between revisions

2
(2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀκτερέιστος, -ον (Α) [[κτερεΐζω]]<br />ο [[ακτέριστος]].
|mltxt=ἀκτερέιστος, -ον (Α) [[κτερεΐζω]]<br />ο [[ακτέριστος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκτερέϊστος:''' -ον, = το επόμ., σε Ανθ.
}}
}}