3,276,932
edits
(3) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφίγυος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για το [[δόρυ]]) ο [[αιχμηρός]] και [[κατά]] τα δυο [[άκρα]], [[αμφίστομος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γέρνει, που κάμπτεται και από τις δύο πλευρές, [[ελαστικός]], [[εύκαμπτος]]<br /><b>3.</b> [[πιθανώς]] το [[επίθετο]] να δηλώνει και τον «δυνατό και στα δύο σκέλη, τον ισχυρό αντίπαλο».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Σχετιχά με το β' συνθ. της λ. υπάρχουν [[τρεις]] εκδοχές, που αντιστοιχούν στις [[τρεις]] σημασίες της: α) <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γυῖον]] «[[άκρη]]», που αντιστοιχεί στην πρώτη [[σημασία]], β) <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γύης]] «λυγισμένο [[κομμάτι]] ξύλου», που αντιστοιχεί στη δεύτερη [[σημασία]], γ) <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γυῖον]] «[[μέλος]] σώματος ([[χέρι]], σπλάχνα) ή και όλο το [[σώμα]]», που αντιστοιχεί στην [[τρίτη]] [[σημασία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμφιγυήεις]]]. | |mltxt=[[ἀμφίγυος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για το [[δόρυ]]) ο [[αιχμηρός]] και [[κατά]] τα δυο [[άκρα]], [[αμφίστομος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γέρνει, που κάμπτεται και από τις δύο πλευρές, [[ελαστικός]], [[εύκαμπτος]]<br /><b>3.</b> [[πιθανώς]] το [[επίθετο]] να δηλώνει και τον «δυνατό και στα δύο σκέλη, τον ισχυρό αντίπαλο».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Σχετιχά με το β' συνθ. της λ. υπάρχουν [[τρεις]] εκδοχές, που αντιστοιχούν στις [[τρεις]] σημασίες της: α) <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γυῖον]] «[[άκρη]]», που αντιστοιχεί στην πρώτη [[σημασία]], β) <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γύης]] «λυγισμένο [[κομμάτι]] ξύλου», που αντιστοιχεί στη δεύτερη [[σημασία]], γ) <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γυῖον]] «[[μέλος]] σώματος ([[χέρι]], σπλάχνα) ή και όλο το [[σώμα]]», που αντιστοιχεί στην [[τρίτη]] [[σημασία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμφιγυήεις]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφίγῠος:''' -ον, αυτός που έχει [[διπλή]] [[αιχμή]], που έχει κοφτερά και τα [[δύο]] [[άκρα]], σε Όμηρ.· στον Σοφ. λέγεται για προσωπα, οπλισμένοι σε όλες τις άκρες, εξασκημένοι μαχητές (η [[κατάληξη]] <i>-γυος</i>, όπως στο [[ὑπό]]-γυος, είναι αμφίβ. σημασίας). | |||
}} | }} |