ἅλμη: Difference between revisions

485 bytes added ,  30 December 2018
2
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἅλμη]]) (νεοελλ. και [[άρμη]])<br /><b>1.</b> το θαλασσινό [[νερό]], και ιδιαίτερα το [[νερό]] της αλυκής, που έχει υποστεί μερική [[εξάτμιση]]<br /><b>2.</b> [[λεπτό]] [[στρώμα]] αλατιού που απομένει στο [[σώμα]] ή το [[έδαφος]] ύστερα από την [[εξάτμιση]] του θαλασσινού νερού<br /><b>3.</b> [[νερό]] [[μέσα]] στο οποίο έχει διαλυθεί [[αλάτι]], [[σαλαμούρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[νερό]] της θάλασσας, η [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> η [[αλμυρότητα]] του εδάφους ως [[στοιχείο]] της κακής του ποιότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλμυρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁλμαία]], [[ἁλμάς]], [[ἁλμεύω]], [[ἁλμήεις]], [[ἅλμια]], [[ἁλμώδης]], <i>ἁλμῶ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἁλμίζομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλμοπότις]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἁλμαποτίστρια</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλμοδοχείο]]].
|mltxt=η (Α [[ἅλμη]]) (νεοελλ. και [[άρμη]])<br /><b>1.</b> το θαλασσινό [[νερό]], και ιδιαίτερα το [[νερό]] της αλυκής, που έχει υποστεί μερική [[εξάτμιση]]<br /><b>2.</b> [[λεπτό]] [[στρώμα]] αλατιού που απομένει στο [[σώμα]] ή το [[έδαφος]] ύστερα από την [[εξάτμιση]] του θαλασσινού νερού<br /><b>3.</b> [[νερό]] [[μέσα]] στο οποίο έχει διαλυθεί [[αλάτι]], [[σαλαμούρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[νερό]] της θάλασσας, η [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> η [[αλμυρότητα]] του εδάφους ως [[στοιχείο]] της κακής του ποιότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλμυρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁλμαία]], [[ἁλμάς]], [[ἁλμεύω]], [[ἁλμήεις]], [[ἅλμια]], [[ἁλμώδης]], <i>ἁλμῶ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἁλμίζομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλμοπότις]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἁλμαποτίστρια</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλμοδοχείο]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἅλμη:''' ἡ (ἅλς),<br /><b class="num">1.</b> θαλασσινό [[νερό]], [[άλμη]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[άλμη]] που έχει στεγνώσει πάνω στο [[δέρμα]], στο ίδ.· αλμυρή [[επιφάνεια]] πάνω στο [[έδαφος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> η [[αλμύρα]] της θάλασσας, δηλ. η [[ίδια]] η [[θάλασσα]], σε Πίνδ., Αισχύλ.
}}
}}