ἀναταράσσω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<br /><b>βλ.</b> [[αναταράζω]].
|mltxt=<br /><b>βλ.</b> [[αναταράζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνατᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανακατώνω]], [[αναταράζω]], [[οδηγώ]] σε [[μανία]], [[εξερεθίζω]], [[προξενώ]] [[έξαψη]], σε Σοφ., Πλάτ. — Παθ., <i>ἀνατεταραγμένος</i>, σε [[αταξία]], σε Ξεν.
}}
}}