ἀποσκεδάννυμι: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποσκεδάννυμι]] κ. -ύω (Α) [[σκεδάννυμι]], -<i>ύω</i>]<br /><b>1.</b> [[διασκορπίζω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[απωθώ]], [[διώχνω]] κάποιον.
|mltxt=[[ἀποσκεδάννυμι]] κ. -ύω (Α) [[σκεδάννυμι]], -<i>ύω</i>]<br /><b>1.</b> [[διασκορπίζω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[απωθώ]], [[διώχνω]] κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκεδάννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. <i>-σκεδάσω</i>, συνηρ. -[[σκεδῶ]]· [[σκορπίζω]] [[τριγύρω]], [[διασκορπίζω]], σε Όμηρ., Σοφ. — Παθ., διασκορπίζομαι, απομακρύνομαι από τις γραμμές του στρατοπέδου, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν.
}}
}}