ἀνήροτος: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνήροτος]], -ον (Α) [[αρώ]]<br /><b>1.</b> ο μη οργωμένος, [[ακαλλιέργητος]]<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) ανύπαντρη.
|mltxt=[[ἀνήροτος]], -ον (Α) [[αρώ]]<br /><b>1.</b> ο μη οργωμένος, [[ακαλλιέργητος]]<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) ανύπαντρη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνήροτος:''' -ον ([[ἀρόω]]), [[ακαλλιέργητος]], ο μη οργωμένος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
}}
}}