δαρδάπτω: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαρδάπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για θηρία) [[καταβροχθίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δαρδάπτω]] χρήματα, κτήματα κ.λπ.» — κατατρώω, [[κατασπαταλώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>δαρ</i>-<i>δαρπ</i>-<i>τω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δρέπω]]) με ανομοιωτική [[αποβολή]] του δεύτερου -<i>ρ</i>-. Κατ' άλλους ο τ. [[δαρδάπτω]] συνδέεται παρετυμολογικά με το [[δάπτω]]].
|mltxt=[[δαρδάπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για θηρία) [[καταβροχθίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δαρδάπτω]] χρήματα, κτήματα κ.λπ.» — κατατρώω, [[κατασπαταλώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>δαρ</i>-<i>δαρπ</i>-<i>τω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δρέπω]]) με ανομοιωτική [[αποβολή]] του δεύτερου -<i>ρ</i>-. Κατ' άλλους ο τ. [[δαρδάπτω]] συνδέεται παρετυμολογικά με το [[δάπτω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαρδάπτω:''' αναδιπλ. [[τύπος]] του [[δάπτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κτήματα δαρδάπτουσιν</i>, κατασπαταλούν την πατρική [[κληρονομιά]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}