3,241,203
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. -τρια κ. -τισσα, η) (ΑΜ [[ἀποστάτης]], θηλ. -τις, η)<br /><b>1.</b> [[στασιαστής]], [[επαναστάτης]]<br /><b>2.</b> [[αρνησίθρησκος]], [[εξωμότης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο απείθαρχος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ιερείς) αυτός που απέβαλε το ιερατικό [[σχήμα]] εκούσια<br /><b>2.</b> (για πολιτικούς) αυτός που εγκατέλειψε ένα πολιτικό [[κόμμα]] για να ενταχθεί σε [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δούλος]] που ξέφυγε από τον κύριό του, [[δραπέτης]]. | |mltxt=ο (θηλ. -τρια κ. -τισσα, η) (ΑΜ [[ἀποστάτης]], θηλ. -τις, η)<br /><b>1.</b> [[στασιαστής]], [[επαναστάτης]]<br /><b>2.</b> [[αρνησίθρησκος]], [[εξωμότης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο απείθαρχος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ιερείς) αυτός που απέβαλε το ιερατικό [[σχήμα]] εκούσια<br /><b>2.</b> (για πολιτικούς) αυτός που εγκατέλειψε ένα πολιτικό [[κόμμα]] για να ενταχθεί σε [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δούλος]] που ξέφυγε από τον κύριό του, [[δραπέτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποστάτης:''' ου, ὁ (ἀφίσταμαι), [[φυγάς]], αυτός που εγκαταλείπει κάποιον, [[εξωμότης]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |