3,271,668
edits
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[λεύκωμα]])<br /><b>1.</b> το [[ασπράδι]] του αβγού<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[μορφή]] κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή του ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή [[εξέλκωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τετράδιο]], [[συνήθως]] πολυτελές, στο οποίο γράφονται ποιήματα, γνωμικά ή ερωτήσεις για τη [[φιλία]], τον έρωτα και άλλα θέματα, στις οποίες απαντούν οι φίλοι του κατόχου [[προς]] [[ανάμνηση]] και σε [[ένδειξη]] φιλίας<br /><b>2.</b> [[βιβλίο]] με αναμνηστικές εικόνες ενός τόπου ή ορισμένων ιστορικών προσώπων και γεγονότων («[[λεύκωμα]] της παλιάς Αθήνας»)<br /><b>3.</b> ειδικό [[τετράδιο]] στο οποίο τοποθετούνται, ταξινομημένα, γραμματόσημα ή φωτογραφίες, κν. [[άλμπουμ]]<br /><b>4.</b> <b>(βιοχ.)</b> η [[πρωτεΐνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πίνακας]] αλειμμένος με γύψο όπου αναγράφονταν οι πράξεις που προορίζονταν για [[δημοσίευση]]<br /><b>2.</b> [[ειδικός]] [[πίνακας]] στον οποίο οι Ρωμαίοι έγραφαν τα ονόματα τών συγκλητικών<br /><b>3.</b> [[λευκότητα]], [[ασπράδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκῶ</i>. Η λ. εμφανίζεται ως <i>α</i>' συνθετικό σε πολλούς επιστημονικούς όρους (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευκωματοειδής]]) οι οποίοι αποδίδονται στην Ελληνική και ως μεταφορές ξεν. όρων<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[λευκωματίνη]]: <i>ἀλβουμίνη</i> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>albumin</i> <span style="color: red;"><</span> <i>album</i>- <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>albumen</i> «[[ασπράδι]] του αβγού».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λευκωματώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λευκωματίζομαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λευκωματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λευκωματίνη]], [[λευκωματόζη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[λευκωματοειδής]], [[λευκωματόμετρο]], [[λευκωματοσκόπιο]], [[λευκωματουρία]], [[λευκωματούχος]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>γαλακτολεύκωμα</i>, [[ωολεύκωμα]]]. | |mltxt=το (AM [[λεύκωμα]])<br /><b>1.</b> το [[ασπράδι]] του αβγού<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[μορφή]] κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή του ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή [[εξέλκωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τετράδιο]], [[συνήθως]] πολυτελές, στο οποίο γράφονται ποιήματα, γνωμικά ή ερωτήσεις για τη [[φιλία]], τον έρωτα και άλλα θέματα, στις οποίες απαντούν οι φίλοι του κατόχου [[προς]] [[ανάμνηση]] και σε [[ένδειξη]] φιλίας<br /><b>2.</b> [[βιβλίο]] με αναμνηστικές εικόνες ενός τόπου ή ορισμένων ιστορικών προσώπων και γεγονότων («[[λεύκωμα]] της παλιάς Αθήνας»)<br /><b>3.</b> ειδικό [[τετράδιο]] στο οποίο τοποθετούνται, ταξινομημένα, γραμματόσημα ή φωτογραφίες, κν. [[άλμπουμ]]<br /><b>4.</b> <b>(βιοχ.)</b> η [[πρωτεΐνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πίνακας]] αλειμμένος με γύψο όπου αναγράφονταν οι πράξεις που προορίζονταν για [[δημοσίευση]]<br /><b>2.</b> [[ειδικός]] [[πίνακας]] στον οποίο οι Ρωμαίοι έγραφαν τα ονόματα τών συγκλητικών<br /><b>3.</b> [[λευκότητα]], [[ασπράδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκῶ</i>. Η λ. εμφανίζεται ως <i>α</i>' συνθετικό σε πολλούς επιστημονικούς όρους (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευκωματοειδής]]) οι οποίοι αποδίδονται στην Ελληνική και ως μεταφορές ξεν. όρων<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[λευκωματίνη]]: <i>ἀλβουμίνη</i> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>albumin</i> <span style="color: red;"><</span> <i>album</i>- <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>albumen</i> «[[ασπράδι]] του αβγού».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λευκωματώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λευκωματίζομαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λευκωματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λευκωματίνη]], [[λευκωματόζη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[λευκωματοειδής]], [[λευκωματόμετρο]], [[λευκωματοσκόπιο]], [[λευκωματουρία]], [[λευκωματούχος]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>γαλακτολεύκωμα</i>, [[ωολεύκωμα]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λεύκωμα:''' -ατος, τό ([[λευκόω]]), πίνακας αλειμμένος με γύψο στον οποίο είναι δυνατή η [[γραφή]], πίνακας σημειώσεων, [[μητρώο]], Λατ. [[album]]. | |||
}} | }} |