καταμαργάω: Difference between revisions
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(6_12) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταμαργάω''': Ἰων. -έω, εἶμαι ἐκτὸς [[ἐμαυτοῦ]] ἐκ μανίας, φθόνῳ Ἡρόδ. 8. 125. | |lstext='''καταμαργάω''': Ἰων. -έω, εἶμαι ἐκτὸς [[ἐμαυτοῦ]] ἐκ μανίας, φθόνῳ Ἡρόδ. 8. 125. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταμαργάω:''' Ιων. -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[εκτός]] [[εαυτού]] λόγω μανίας, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. καταμαργέω,
A to be stark mad, rave, φθόνῳ Hdt.8.125.
German (Pape)
[Seite 1362] ion. -μαργέω, ganz rasend, unsinnig sein, φθόνῳ Her. 8, 125.
Greek (Liddell-Scott)
καταμαργάω: Ἰων. -έω, εἶμαι ἐκτὸς ἐμαυτοῦ ἐκ μανίας, φθόνῳ Ἡρόδ. 8. 125.
Greek Monotonic
καταμαργάω: Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, είμαι εκτός εαυτού λόγω μανίας, σε Ηρόδ.