3,273,762
edits
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(επικ. παρακμ. [[χωρίς]] ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[λυπημένος]] («τετιημένος [[ἦτορ]]» — [[θλιμμένος]] στην [[καρδιά]] του, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με την [[ίδια]] σημ.) <b>φρ.</b> «τετιηότι θυμῷ» — με θλιμμένη [[καρδιά]], με περίλυπη [[ψυχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>ei</i>- «[[προσέχω]], [[παρατηρώ]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τηρῶ</i> «[[φυλάω]], [[προσέχω]]», [[τηρός]] «[[φύλακας]], [[προστάτης]]»). Κατ' άλλους, ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>ei</i><i>ә</i>- «[[ηρεμώ]], [[ευτυχώ]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>quies</i> «[[ηρεμία]], [[ανάπαυση]]») μέσω μιας υποθετικής σημ. του ρ. «βουβαίνομαι από [[αμηχανία]] ή από [[δυσαρέσκεια]]». Οι [[παραπάνω]] απόψεις, [[ωστόσο]], δεν θεωρούνται πια πιθανές και ο τ. αποτελεί [[μάλλον]] μεμονωμένη [[περίπτωση]]]. | |mltxt=Α<br />(επικ. παρακμ. [[χωρίς]] ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[λυπημένος]] («τετιημένος [[ἦτορ]]» — [[θλιμμένος]] στην [[καρδιά]] του, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με την [[ίδια]] σημ.) <b>φρ.</b> «τετιηότι θυμῷ» — με θλιμμένη [[καρδιά]], με περίλυπη [[ψυχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>ei</i>- «[[προσέχω]], [[παρατηρώ]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τηρῶ</i> «[[φυλάω]], [[προσέχω]]», [[τηρός]] «[[φύλακας]], [[προστάτης]]»). Κατ' άλλους, ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>ei</i><i>ә</i>- «[[ηρεμώ]], [[ευτυχώ]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>quies</i> «[[ηρεμία]], [[ανάπαυση]]») μέσω μιας υποθετικής σημ. του ρ. «βουβαίνομαι από [[αμηχανία]] ή από [[δυσαρέσκεια]]». Οι [[παραπάνω]] απόψεις, [[ωστόσο]], δεν θεωρούνται πια πιθανές και ο τ. αποτελεί [[μάλλον]] μεμονωμένη [[περίπτωση]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τετίημαι:''' Επικ. παρακ. σχημ. σαν από ενεστ. <i>τιέω</i>, [[αλλά]] στην [[πραγματικότητα]] [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]],<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[θλιμμένος]], [[πενθώ]], [[τετίησθον]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τετιημένος]] (<i>τετιημένη</i>) [[ἦτορ]], [[λυπημένος]] στην [[καρδιά]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> βρίσκουμε επίσης την μτχ. του Ενεργ. παρακ. στη [[φράση]], <i>τετιηότι θυμῷ</i>, με τεθλιμμένη [[καρδιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· δὴν δ' ἀνέμῳ [[ἦσαν]] τετιηκότες, ήταν για μακρύ [[χρονικό]] [[διάστημα]] σιωπηροί από τη [[θλίψη]], στο ίδ. | |||
}} | }} |