τοῖος: Difference between revisions

1,696 bytes added ,  30 December 2018
6
(41)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-οία, -ον, και ιων. τ. θηλ. τοίη, Α<br />(δεικτ. αντων.)<br /><b>1.</b> (ως [[απόκριση]] στην αναφ. αντων. [[οἷος]], στην ερωτ. αντων. <i>ποῑος</i> και στην αόρ. αντων. [[ποιός]]) [[τέτοιος]] («τοῑον [[ὅπως]] ἐθέλει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (απόλ. όταν αναφέρεται σε [[κάτι]] που έχει λεχθεί [[προηγουμένως]]) [[τέτοιος]], όπως έχει λεχθεί (α. «οὐ μᾱλλον τοῑον ἤ τοῑον [[εἶναι]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «oἱ μὲν τοῑοι, οἱ δὲ τοῑοι», Επίκ.)<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να... («ἡμεῑς δ' οὐ νύ τι τοῑοι ἀμύνεμεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (με επίθ. του ίδιου γένους και της ίδιας πτώσης ως εμφαντικό) τόσο («[[πέλαγος]] μέγα τοῑον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[οἶος]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τοῑον</i><br />α) τόσο πολύ<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πάρα]] πολύ<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «θαμὰ τοῑον»<br />i) τόσο [[συχνά]] (<b>Ομ.</b>)<br />ii) πολύ [[συχνά]] (<b>Ομ.</b>)<br />β) «σιγῇ τοῑον» — ακριβώς σε [[σιγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η δεικτική [[αντωνυμία]] [[τοῖος]], <i>τοία</i>, <i>τοῖον</i> έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>to</i>-/ <i>ta</i>-/ <i>toi</i>- του ουδ. του άρθρου <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>το</i> <b>βλ. λ.</b> με [[επίθημα]] -<i>οιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[οἷος]], [[ποῖος]]) που έχει προέλθει με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>y</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η αντων. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τη γεν. πληθ. <i>τοίων</i> του άρθρου, που δεν μαρτυρείται στην Ελληνική [[αλλά]] μαρτυρείται στην Αρχαία Ινδική (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>tes</i><i>ā</i><i>m</i>, αρχ. νορβ. <i>peira</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>tois</i><i>ō</i><i>m</i>)].
|mltxt=-οία, -ον, και ιων. τ. θηλ. τοίη, Α<br />(δεικτ. αντων.)<br /><b>1.</b> (ως [[απόκριση]] στην αναφ. αντων. [[οἷος]], στην ερωτ. αντων. <i>ποῑος</i> και στην αόρ. αντων. [[ποιός]]) [[τέτοιος]] («τοῑον [[ὅπως]] ἐθέλει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (απόλ. όταν αναφέρεται σε [[κάτι]] που έχει λεχθεί [[προηγουμένως]]) [[τέτοιος]], όπως έχει λεχθεί (α. «οὐ μᾱλλον τοῑον ἤ τοῑον [[εἶναι]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «oἱ μὲν τοῑοι, οἱ δὲ τοῑοι», Επίκ.)<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να... («ἡμεῑς δ' οὐ νύ τι τοῑοι ἀμύνεμεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (με επίθ. του ίδιου γένους και της ίδιας πτώσης ως εμφαντικό) τόσο («[[πέλαγος]] μέγα τοῑον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[οἶος]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τοῑον</i><br />α) τόσο πολύ<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πάρα]] πολύ<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «θαμὰ τοῑον»<br />i) τόσο [[συχνά]] (<b>Ομ.</b>)<br />ii) πολύ [[συχνά]] (<b>Ομ.</b>)<br />β) «σιγῇ τοῑον» — ακριβώς σε [[σιγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η δεικτική [[αντωνυμία]] [[τοῖος]], <i>τοία</i>, <i>τοῖον</i> έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>to</i>-/ <i>ta</i>-/ <i>toi</i>- του ουδ. του άρθρου <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>το</i> <b>βλ. λ.</b> με [[επίθημα]] -<i>οιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[οἷος]], [[ποῖος]]) που έχει προέλθει με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>y</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η αντων. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τη γεν. πληθ. <i>τοίων</i> του άρθρου, που δεν μαρτυρείται στην Ελληνική [[αλλά]] μαρτυρείται στην Αρχαία Ινδική (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>tes</i><i>ā</i><i>m</i>, αρχ. νορβ. <i>peira</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>tois</i><i>ō</i><i>m</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τοῖος:''' τοία (Ιων. τοίη), τοῖον, δεικτ. αντων., ανάλογη της αναφορ. [[οἷος]], Λατ. [[talis]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τέτοιος]] στο είδος ή στην [[ποιότητα]], [[τέτοιος]], [[τοῖος]] [[ἐών]], [[οἷος]] οὖτις Ἀχαιῶν (<i>ἐστιν</i>), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· το [[ποῖος]] στον Όμηρ. αναφέρεται [[κυρίως]] σε [[κάτι]] που έχει προηγηθεί, τέτοιο όπως ελέχθη, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με προσδιοριστικές λέξεις, [[τοῖος]] χεῖρας, [[τέτοιος]] ως προς τα χέρια, σε Ομήρ. Οδ.· τεύχεσι [[τοῖος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τοῖος]] με απαρ., [[κατάλληλος]], δηλ. [[αρμόδιος]] ή [[ικανός]] να κάνει, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με επίθ. του ιδίου γένους και της ίδιας πτώσης, δίνει [[έμφαση]] στην κύρια [[έννοια]] του επιθέτου, ἐπιεικὴς [[τοῖος]], ακριβώς [[μετριοπαθής]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πέλαγος]] [[μέγα]] τοῖον, τόσο μεγάλο [[πέλαγος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[κερδαλέος]] [[τοῖος]], [[τέτοιος]] [[πανούργος]], στο ίδ.<br /><b class="num">III.</b> το ουδ. <i>τοῖον</i> ως επίρρ., έτσι, τόσο [[πολύ]], [[πάρα]] [[πολύ]], σε Όμηρ.· ομοίως, [[τοίως]], σε Θεόκρ.
}}
}}