περίτριμμα: Difference between revisions

6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[περιτρίβω]]<br /><b>1.</b> αυτό που αποβάλλεται με [[τριβή]] από [[κάτι]], απότριμμα, [[θρύμμα]], απόρριμα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άνθρωπος]] [[ευτελής]], [[τιποτένιος]], [[κάθαρμα]] (α. «[[περίτριμμα]] της κοινωνίας» β. «ψευδῶν [[συγκολλητής]]... [[εὑρησιεπής]], περίτριμμ' ἀγορᾱ...», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> χιτινώδες [[πλαίσιο]] τών στιγμάτων στα έντομα<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκεύασμα]] για [[εντριβή]].
|mltxt=το, ΝΜΑ [[περιτρίβω]]<br /><b>1.</b> αυτό που αποβάλλεται με [[τριβή]] από [[κάτι]], απότριμμα, [[θρύμμα]], απόρριμα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άνθρωπος]] [[ευτελής]], [[τιποτένιος]], [[κάθαρμα]] (α. «[[περίτριμμα]] της κοινωνίας» β. «ψευδῶν [[συγκολλητής]]... [[εὑρησιεπής]], περίτριμμ' ἀγορᾱ...», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> χιτινώδες [[πλαίσιο]] τών στιγμάτων στα έντομα<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκεύασμα]] για [[εντριβή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περίτριμμα:''' τό, οτιδήποτε λειαίνεται μέσω της τριβής· μεταφ., [[περίτριμμα]] [[δικῶν]], λέγεται για δικηγόρο μικρών υποθέσεων, σε Αριστοφ.· [[περίτριμμα]] ἀγορᾶς, σε Δημ.
}}
}}