3,276,932
edits
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταρρήγνυμι]] και καταρρηγνύω (Α)<br /><b>1.</b> [[καταρρίπτω]], [[καταστρέφω]] («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταξεσκίζω]], [[κατακομματιάζω]] («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» — έσκισαν τα ιμάτια, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιφέρω]] ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς τροπὰς καταρρήγνυσι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καταρρήγνυμαι</i> και <i>καταρρηγνυομαι</i><br />α) (για [[τρικυμία]], καταρράκτη <b>κ.λπ.</b>) [[πέφτω]] ή [[ορμώ]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br />β) εμφανίζομαι [[ξαφνικά]] και με [[ορμή]] («χειμὼν κατερράγη», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) εκδηλώνομαι απότομα, [[ξεσπώ]] («ἐξ οὗ γὰρ ἡμῑν ὁ [[πόλεμος]] κατερράγη», <b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) (για γη) [[σχηματίζω]] ρωγμές, σκίζομαι («[[Αἴγυπτος]] μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη», <b>Ηρόδ.</b>)<br />ε) (για κτίσματα) ερειπώνομαι<br />στ) έχω βίαιες κενώσεις, [[πάσχω]] από [[διάρροια]]<br />ζ) (για την [[εμμηνόρροια]]) εκκρίνομαι με [[αφθονία]]<br />η) (για [[οίδημα]]) [[σπάζω]]<br />θ) (για τη [[γλώσσα]] και τα χείλη) έχω σχισμές, [[είμαι]] σκασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥήγνυμι]] «[[σπάζω]], [[κομματιάζω]]»]. | |mltxt=[[καταρρήγνυμι]] και καταρρηγνύω (Α)<br /><b>1.</b> [[καταρρίπτω]], [[καταστρέφω]] («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταξεσκίζω]], [[κατακομματιάζω]] («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» — έσκισαν τα ιμάτια, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιφέρω]] ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς τροπὰς καταρρήγνυσι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καταρρήγνυμαι</i> και <i>καταρρηγνυομαι</i><br />α) (για [[τρικυμία]], καταρράκτη <b>κ.λπ.</b>) [[πέφτω]] ή [[ορμώ]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br />β) εμφανίζομαι [[ξαφνικά]] και με [[ορμή]] («χειμὼν κατερράγη», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) εκδηλώνομαι απότομα, [[ξεσπώ]] («ἐξ οὗ γὰρ ἡμῑν ὁ [[πόλεμος]] κατερράγη», <b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) (για γη) [[σχηματίζω]] ρωγμές, σκίζομαι («[[Αἴγυπτος]] μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη», <b>Ηρόδ.</b>)<br />ε) (για κτίσματα) ερειπώνομαι<br />στ) έχω βίαιες κενώσεις, [[πάσχω]] από [[διάρροια]]<br />ζ) (για την [[εμμηνόρροια]]) εκκρίνομαι με [[αφθονία]]<br />η) (για [[οίδημα]]) [[σπάζω]]<br />θ) (για τη [[γλώσσα]] και τα χείλη) έχω σχισμές, [[είμαι]] σκασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥήγνυμι]] «[[σπάζω]], [[κομματιάζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταρρήγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ρήξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταρρίπτω]] σπάζοντας, [[κατεδαφίζω]], <i>τὴν γέφυραν</i>, σε Ηρόδ. <i>μέλαθρα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεσχίζω]], [[κατακομματιάζω]], σε Δημ.· — Μέσ., <i>κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας</i>, έσκισαν τους μανδύες τους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αντ. Σοφ. 675 <i>τροπὰς καταρρήγνυσι</i> (ἡ [[ἀναρχία]]), διασπά στρατεύματα και τα τρέπει σε [[φυγή]].<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αόρ. βʹ κατερράγην [ᾰ], με Ενεργ. παρακ. <i>κατέρρωγα</i>· καταρρίπτομαι σχιζόμενος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]] ή [[ορμώ]] προς τα [[κάτω]], [[ξεσπώ]], λέγεται για [[καταιγίδα]], στον ίδ.· λέγεται για δάκρυα, σε Ευρ.· μεταφ., ὁ [[πόλεμος]] κατερράγη, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> είμαι [[σπασμένος]] σε κομμάτια, [[Αἴγυπτος]] μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη, με μαύρο και κατασπαραγμένο [[έδαφος]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |