σπουδαστέος: Difference between revisions

6
(Bailly1_4)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qu’il faut rechercher.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
|btext=α, ον :<br />qu’il faut rechercher.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπουδαστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[σπουδάζω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός τον οποίο [[κάποιος]] πρέπει να επιδιώκει με ζήλο, [[άξιος]] σπουδής, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>σπουδαστέον</i>, πρέπει [[κάποιος]] να δειχτεί [[πρόθυμος]], [[δραστήριος]], πρέπει να σπεύσει, σε Ευρ. κ.λπ.
}}
}}