3,274,789
edits
(31) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και πέπλο, το, Ν<br /><b>1.</b> ([[κατά]] την ομηρική [[εποχή]]) [[είδος]] γυναικείου ενδύματος, μάλλινο και πολυτελές, [[συχνά]] κοσμημένο με θαυμάσιες παραστάσεις και χρωματιστό, [[χωρίς]] [[μανίκια]], το οποίο φορούσαν [[πάνω]] από την [[κυρίως]] [[ενδυμασία]] και συγκρατούσαν με δύο πόρπες στους ώμους ή με μία [[πόρπη]] και [[ζώνη]] στη [[μέση]], [[οπότε]] σχημάτιζε πτυχές, το λεγόμενο απόπτυγμα, ενώ πολλές φορές με αυτό κάλυπταν το [[πρόσωπο]] και τους βραχίονες, [[χωρίς]] να αποτελεί [[απλώς]] μια [[καλύπτρα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] ύφασμα που χρησιμεύει ως [[κάλυμμα]] του σώματος ή αντικειμένου ή ως διαχωριστικό [[παραπέτασμα]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] την [[πομπή]] τών Παναθηναίων) το αραχνοΰφαντο ύφασμα που ήταν διακοσμημένο με μυθολογικές παραστάσεις, μεταφερόταν στην Ακρόπολη ως [[ιστίο]] αναρτημένο σε τριήρη και προσφερόταν στο αρχαιότερο [[άγαλμα]] της Αθηνάς, το «[[ξόανο]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]], αραιό ύφασμα το οποίο καλύπτει την [[κεφαλή]] και το [[πρόσωπο]] τών [[γυναικών]], [[βέλο]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] πένθιμης γυναικείας περιβολής, η [[πλερέζα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προκάλυμμα]] που αποσκοπεί στην [[απόκρυψη]] της πραγματικότητας, [[πρόσχημα]] («υπό τον πέπλο της φιλίας τον εξαπάτησε»)<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] αραχνοΰφαντο ύφασμα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νυφικός]] [[πέπλος]]» — λεπτή και [[αραχνοειδής]] [[καλύπτρα]] η οποία καλύπτει την [[κεφαλή]] και το [[πρόσωπο]] τών [[γυναικών]] [[κατά]] την [[τελετή]] του γάμου<br />β) «[[πέπλος]] της νύχτας» ή «[[μαύρος]] [[πέπλος]]»<br />([[ιδίως]] στην [[ποίηση]]) το [[σκοτάδι]] της νύχτας<br />γ) «[[πέπλος]] [[μερικός]]» ή «[[πέπλος]] [[εσωτερικός]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> λεπτή μεμβράνη που καλύπτει την [[κάτω]] [[επιφάνεια]] του πίλου ενός νεαρού μανιταριού ενώνοντας τα [[άκρα]] του πίλου με τον στύπο<br />δ) «[[πέπλος]] [[καθολικός]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> μεμβράνη που περιβάλλει τον αναπτυσσόμενο καρποφόρο πολλών βασιδιομυκήτων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθετί]] το οποίο παρακωλύει τη σαφή [[αντίληψη]] και τη [[γνώση]] μιας κατάστασης («πέπλο μυστηρίου καλύπτει την [[υπόθεση]]»)<br />(αρχ)<br /><b>1.</b> [[επικάλυμμα]] υδρίας η οποία περιείχε τη [[στάχτη]] νεκρού<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] άμαξας<br /><b>3.</b> [[επίστρωση]] καθίσματος<br /><b>4.</b> [[κάλυμμα]] στο [[πρόσωπο]] νεκρού<br /><b>5.</b> ανδρικό [[ιμάτιο]]<br /><b>6.</b> [[είδος]] παραπετάσματος το οποίο κάλυπτε το [[ιερό]] στους αιγυπτιακούς ναούς<br /><b>7.</b> <b>εκκλ.</b> [[κάλυμμα]] για το [[ιερό]] [[δισκοπότηρο]]<br /><b>8.</b> το [[περιτόναιο]], [[επειδή]] καλύπτει τα έντερα<br /><b>9.</b> το [[φυτό]] [[πεπλίς]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[συλλογή]] συγγραμμάτων, [[ανθολογία]]<br /><b>11.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πέπλοι</i><br />(στους Πέρσες) μακρύ [[επιχιτώνιο]] για τους άντρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πέ</i>-<i>πλ</i>-<i>ος</i> ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>pl</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ple</i><i>ә</i><sub>1</sub> «[[διπλώνω]], [[πτυχή]]» που μαρτυρείται και στο β' συνθετικό τών [[ἁπλός]], [[διπλός]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>simplex</i>, <i>simplus</i>, <i>plecto</i> και [[πλέκω]]). Η λ. [[πέπλος]] έχει σχηματιστεί με διπλασιασμό <i>πε</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>κύ</i>-<i>κλος</i>)]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και πέπλο, το, Ν<br /><b>1.</b> ([[κατά]] την ομηρική [[εποχή]]) [[είδος]] γυναικείου ενδύματος, μάλλινο και πολυτελές, [[συχνά]] κοσμημένο με θαυμάσιες παραστάσεις και χρωματιστό, [[χωρίς]] [[μανίκια]], το οποίο φορούσαν [[πάνω]] από την [[κυρίως]] [[ενδυμασία]] και συγκρατούσαν με δύο πόρπες στους ώμους ή με μία [[πόρπη]] και [[ζώνη]] στη [[μέση]], [[οπότε]] σχημάτιζε πτυχές, το λεγόμενο απόπτυγμα, ενώ πολλές φορές με αυτό κάλυπταν το [[πρόσωπο]] και τους βραχίονες, [[χωρίς]] να αποτελεί [[απλώς]] μια [[καλύπτρα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] ύφασμα που χρησιμεύει ως [[κάλυμμα]] του σώματος ή αντικειμένου ή ως διαχωριστικό [[παραπέτασμα]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] την [[πομπή]] τών Παναθηναίων) το αραχνοΰφαντο ύφασμα που ήταν διακοσμημένο με μυθολογικές παραστάσεις, μεταφερόταν στην Ακρόπολη ως [[ιστίο]] αναρτημένο σε τριήρη και προσφερόταν στο αρχαιότερο [[άγαλμα]] της Αθηνάς, το «[[ξόανο]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]], αραιό ύφασμα το οποίο καλύπτει την [[κεφαλή]] και το [[πρόσωπο]] τών [[γυναικών]], [[βέλο]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] πένθιμης γυναικείας περιβολής, η [[πλερέζα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προκάλυμμα]] που αποσκοπεί στην [[απόκρυψη]] της πραγματικότητας, [[πρόσχημα]] («υπό τον πέπλο της φιλίας τον εξαπάτησε»)<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] αραχνοΰφαντο ύφασμα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νυφικός]] [[πέπλος]]» — λεπτή και [[αραχνοειδής]] [[καλύπτρα]] η οποία καλύπτει την [[κεφαλή]] και το [[πρόσωπο]] τών [[γυναικών]] [[κατά]] την [[τελετή]] του γάμου<br />β) «[[πέπλος]] της νύχτας» ή «[[μαύρος]] [[πέπλος]]»<br />([[ιδίως]] στην [[ποίηση]]) το [[σκοτάδι]] της νύχτας<br />γ) «[[πέπλος]] [[μερικός]]» ή «[[πέπλος]] [[εσωτερικός]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> λεπτή μεμβράνη που καλύπτει την [[κάτω]] [[επιφάνεια]] του πίλου ενός νεαρού μανιταριού ενώνοντας τα [[άκρα]] του πίλου με τον στύπο<br />δ) «[[πέπλος]] [[καθολικός]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> μεμβράνη που περιβάλλει τον αναπτυσσόμενο καρποφόρο πολλών βασιδιομυκήτων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθετί]] το οποίο παρακωλύει τη σαφή [[αντίληψη]] και τη [[γνώση]] μιας κατάστασης («πέπλο μυστηρίου καλύπτει την [[υπόθεση]]»)<br />(αρχ)<br /><b>1.</b> [[επικάλυμμα]] υδρίας η οποία περιείχε τη [[στάχτη]] νεκρού<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] άμαξας<br /><b>3.</b> [[επίστρωση]] καθίσματος<br /><b>4.</b> [[κάλυμμα]] στο [[πρόσωπο]] νεκρού<br /><b>5.</b> ανδρικό [[ιμάτιο]]<br /><b>6.</b> [[είδος]] παραπετάσματος το οποίο κάλυπτε το [[ιερό]] στους αιγυπτιακούς ναούς<br /><b>7.</b> <b>εκκλ.</b> [[κάλυμμα]] για το [[ιερό]] [[δισκοπότηρο]]<br /><b>8.</b> το [[περιτόναιο]], [[επειδή]] καλύπτει τα έντερα<br /><b>9.</b> το [[φυτό]] [[πεπλίς]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[συλλογή]] συγγραμμάτων, [[ανθολογία]]<br /><b>11.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πέπλοι</i><br />(στους Πέρσες) μακρύ [[επιχιτώνιο]] για τους άντρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πέ</i>-<i>πλ</i>-<i>ος</i> ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>pl</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ple</i><i>ә</i><sub>1</sub> «[[διπλώνω]], [[πτυχή]]» που μαρτυρείται και στο β' συνθετικό τών [[ἁπλός]], [[διπλός]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>simplex</i>, <i>simplus</i>, <i>plecto</i> και [[πλέκω]]). Η λ. [[πέπλος]] έχει σχηματιστεί με διπλασιασμό <i>πε</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>κύ</i>-<i>κλος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πέπλος:''' ὁ, σε μεταγεν. ποιητές με ετερογενή πληθ. [[πέπλα]]·<br /><b class="num">I.</b> οποιοδήποτε υφασμάτινο [[ρούχο]] που χρησιμοποιείται ως [[κάλυμμα]], [[σεντόνι]], χαλί, [[παραπέτασμα]], πέπλο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> πέπλο που φοριόταν από τις γυναίκες πάνω από το κανονικό [[φόρεμα]], και έπεφτε σχηματίζοντας πτυχές στο [[σώμα]], αντίστοιχο του αντρικού <i>ἱματίου</i> ή της <i>χλαίνης</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδίως]] λέγεται για τον [[πέπλον]] της Αθηνάς που ήταν πεποικιλμένος με μυθολογικές παραστάσεις και τον οποίο μετέφεραν όπως το [[ιστίο]] ενός μεγάλου πλοίου σε δημόσια [[πομπή]] κατά τα [[Παναθήναια]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> ανδρικό [[ένδυμα]], σε Τραγ.· [[ιδίως]] λέγεται για τα μακρυά Περσικά ενδύματα, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |