διετήσιος: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διετήσιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί έναν [[ολόκληρο]] χρόνο<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται όλο τον χρόνο.
|mltxt=[[διετήσιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί έναν [[ολόκληρο]] χρόνο<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται όλο τον χρόνο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διετήσιος:''' -ον, αυτός που διαρκεί ή γίνεται μέσα σε ένα χρόνο, [[έτος]], Λατ. [[perennis]], σε Θουκ.
}}
}}