3,277,206
edits
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διετήσιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί έναν [[ολόκληρο]] χρόνο<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται όλο τον χρόνο. | |mltxt=[[διετήσιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί έναν [[ολόκληρο]] χρόνο<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται όλο τον χρόνο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διετήσιος:''' -ον, αυτός που διαρκεί ή γίνεται μέσα σε ένα χρόνο, [[έτος]], Λατ. [[perennis]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |