χρονιστέον: Difference between revisions

6
(6_20)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρονιστέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[χρονίζω]], δεῖ χρονίζειν, ἔν τινι Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 2.
|lstext='''χρονιστέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[χρονίζω]], δεῖ χρονίζειν, ἔν τινι Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 2.
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρονιστέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να παραταθεί χρονικά, σε Αριστ.
}}
}}