κίκι: Difference between revisions
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(20) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κίκι]] και κῑκι, -εως και -ιος)<br />το [[φυτό]] [[ρίκινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το καθαρτικό [[λάδι]] που εκθλίβεται από τον καρπό του φυτού [[αυτού]], το [[κικινέλαιο]], το [[ρετσινόλαδο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κικέα]], [[κίκινος]], <i>κ</i>'<i>ικιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κικιουργός]], [[κικιοφόρος]]). | |mltxt=το (Α [[κίκι]] και κῑκι, -εως και -ιος)<br />το [[φυτό]] [[ρίκινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το καθαρτικό [[λάδι]] που εκθλίβεται από τον καρπό του φυτού [[αυτού]], το [[κικινέλαιο]], το [[ρετσινόλαδο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κικέα]], [[κίκινος]], <i>κ</i>'<i>ικιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κικιουργός]], [[κικιοφόρος]]). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κίκι:''' τό, [[σπέρμα]] ελαιώδους θάμνου, από το οποίο εξάγεται το [[καστορέλαιο]] που χρησιμοποιείται ως καθαρτικό ή λιπαντικό. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
τό (on the accent v. Hdn.Gr.1.354, 2.766; κῖκι codd. Str. et Orib.),
A castor-oil, Hdt.2.94, Pl.Ti.60a, PHib.1.121.17, al. (iii B.C.), Ruf. ap. Orib.7.26.39, etc.; also, the castor-oil tree, Ricinus communis, Str.17.2.5, Dsc.4.161; gen. τοῦ κίκεως Gal.11.649, 12.26; κίκιος Hdn. Gr.2.767; also τῆς κικέας Aët.8.30, Paul.Aeg.7.20.
Greek (Liddell-Scott)
κίκι: τό, = κρότων ἢ σίλλι, Ἡρόδ. 2. 94· ὡσαύτως ὁ καρπὸς τοῦ κίκεως (ἐξ οὗ τὸ γνωστὸν καθαρτικὸν ἔλαιον), Πλάτ. Τίμ. 60Α, Στράβ. 824· ― ὡσαύτως ὡς θηλ., γεν. τῆς κίκεως Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 297· τῆς κίκι Γαλ. Γλωσσ.
French (Bailly abrégé)
κίκεως (τό) :
ricin, arbrisseau.
Étymologie: mot égyptien selon HDT.
Greek Monolingual
το (Α κίκι και κῑκι, -εως και -ιος)
το φυτό ρίκινος
αρχ.
το καθαρτικό λάδι που εκθλίβεται από τον καρπό του φυτού αυτού, το κικινέλαιο, το ρετσινόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως.
ΠΑΡ. αρχ. κικέα, κίκινος, κ'ικιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. κικιουργός, κικιοφόρος).
Greek Monotonic
κίκι: τό, σπέρμα ελαιώδους θάμνου, από το οποίο εξάγεται το καστορέλαιο που χρησιμοποιείται ως καθαρτικό ή λιπαντικό.