μέλισμα: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑM [[μέλισμα]]) [[μελίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> περίτεχνο [[ποίκιλμα]], φωνητικό ή οργανικό, που, [[είτε]] καλλωπίζει μεμονωμένους φθόγγους της μελωδίας [[είτε]] γεφυρώνει δύο ή περισσότερους φθόγγους, αποτελεί χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] της μουσικής ερμηνείας [[αλλά]] και του ύφους και ήθους [[κάθε]] μουσικού πολιτισμού<br /><b>μσν.</b><br />[[τεμάχιο]], [[τμήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μελωδικός]] [[ήχος]] ή [[σκοπός]], [[μελωδία]], [[άσμα]] («[[μέλισμα]] λύρας», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> λυρική [[ποίηση]].
|mltxt=το (ΑM [[μέλισμα]]) [[μελίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> περίτεχνο [[ποίκιλμα]], φωνητικό ή οργανικό, που, [[είτε]] καλλωπίζει μεμονωμένους φθόγγους της μελωδίας [[είτε]] γεφυρώνει δύο ή περισσότερους φθόγγους, αποτελεί χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] της μουσικής ερμηνείας [[αλλά]] και του ύφους και ήθους [[κάθε]] μουσικού πολιτισμού<br /><b>μσν.</b><br />[[τεμάχιο]], [[τμήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μελωδικός]] [[ήχος]] ή [[σκοπός]], [[μελωδία]], [[άσμα]] («[[μέλισμα]] λύρας», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> λυρική [[ποίηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μέλισμα:''' τό ([[μελίζω]]), [[τραγούδι]], σε Θεόκρ.· [[μελωδία]], σε Ανθ.
}}
}}